- βοηλατώ
- (I)βοηλατῶ (-έω) (Α) [βοηλάτης]1. κλέβω βόδια2. κεντρίζω το βόδι να προχωρήσει3. βόσκω βόδια.————————(II)βοηλατῶ (-έω) (Α)βγάζω φωνή, φωνάζω δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βοή + -ηλατώ < -ηλατης < ελαύνω (πρβλ. αγηλατώ, αρματηλατώ, ονηλατώ κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.